πομποστόλος

πομποστόλος
-ον, Α
1. αυτός που γίνεται με την συνοδεία λιτανείας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πομποστόλοι
τα μέλη τής λιτανευτικής πομπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. γαμο-στόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πομποστολώ — έω, Α [πομποστόλος] 1. άγω, οδηγώ πομπή 2. περιφέρω κάτι σε πομπή 3. οδηγώ κάτι σαν σε πομπή 4. μτφ. εκθέτω κάτι με πομπώδη τρόπο, κοινολογώ κομπαστικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”